μεταβιβαστικός

μεταβιβαστικός
η , ό[ν] передаточный;

μεταβιβαστική πράξις — передаточный акт


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεταβιβαστικός" в других словарях:

  • μεταβιβαστικός — ή, ό 1. αυτός με τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση («μεταβιβαστικό έγγραφο») 2. γραμμ. «μεταβιβαστικά ρήματα» τα ρήματα που σημαίνουν ότι την ενέργεια δεν τήν εκτελεί το ίδιο το υποκείμενο, αλλά άλλο πρόσωπο κατά παραγγελία ή κατ εντολή τού… …   Dictionary of Greek

  • μεταβιβαστικός — ή, ό αυτός με τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση: Υπογράψαμε τα μεταβιβαστικά έγγραφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έζομαι — ἕζομαι 1. κάθομαι 2. σταματώ, μένω σ έναν τόπο 3. (για ζυγό) γέρνω προς τη γη 4. πέφτω στο έδαφος, καταρρέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστώτας έζομαι (< *sed jo mai), με σημασία «είμαι καθισμένος» μάλλον παρά «κάθομαι», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sed… …   Dictionary of Greek

  • έλπω — ἔλπω και ἐέλπω (Α) 1. δίνω ελπίδες 2. (μέσ., ομαι) ελπίζω, περιμένω 3. μέσ. φοβάμαι κάτι («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», Ηρόδ.) 4. νομίζω, υποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργητικός μεταβιβαστικός ενεστ. έλπω είναι υστερογενής έναντι τού αρχικού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»